-
1 сопряжённый
επ. από μτχ.συνδεμένος•это -о с большими затруднениями αυτό συνεπάγεται μεγάλες δυσκολίες.
|| (μαθ., φυσ., τεχ.) συζυγής, ενωμένος. -
2 фокус
(физ., фото, мат.) η εστίαη εστίαση, το σημείο σύγκλισης των ακτινώντο επίκεντροτο κέντρο της συγκέντρωσηςη εστία της διάθλασης ή αντανάκλασης των ακτινώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фокус